Του Θεοφάνη Καραμπατζάκη, Δασολόγου - Περιβαλλοντολόγου
Οι φυσικοί πληθυσμοί των θηραμάτων της χώρας μας αλλά και ολόκληρου του πλανήτη, διαθέτουν ένα ανεκτίμητης αξίας γενετικό υλικό το οποίο δημιουργήθηκε μέσα από φυσικές επιλογές αιώνων και τους επιτρέπει να επιβιώνουν, να προσαρμόζονται αλλά και να αντιστέκονται στις νέες αλλαγές των συνθηκών του περιβάλλοντος.
Κάθε λοιπόν τεχνητή νόθευση αυτού του γενετικού υλικού επιφέρει γενετική μόλυνση στους πληθυσμούς του είδους στο οποίο γίνεται.
Ας δούμε όμως πρακτικά τι σημαίνει αυτό στην περίπτωση του αγριόχοιρου.
Ο αγριόχοιρος της Δυτικής Ηπειρωτικής Ευρώπης δηλ. το υποείδος Sus scrofa scrofa, διαθέτει 36 ζεύγη χρωμοσώμων.
Ο αγριόχοιρος της Κορσικής, της Β. Αφρικής, κάποια υποείδη της Ρωσίας και της Ασίας και επίσης ο οικόσιτος χοίρος διαθέτουν 38 ζεύγη χρωμοσώμων.
Αυτά τα υποείδη του αγριόχοιρου καθώς και ο οικόσιτος χοίρος μπορούν να διασταυρωθούν με τον αγριόχοιρο της Δυτικής Ηπειρωτικής Ευρώπης και να δώσουν γόνιμα υβρίδια. Ειδικότερα ο αγριόχοιρος της Δυτικής Ηπειρωτικής Ευρώπης διασταυρούμενος με τον οικόσιτο χοίρο δίνει υβρίδια που διαθέτουν 36, 37 ή 38 ζεύγη χρωμοσώμων. Τονίζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα υβρίδια αυτά είναι γόνιμα γιατί σε πολλές περιπτώσεις διασταυρώσεων άλλων ειδών τα παραγόμενα υβρίδια είναι άγονα όπως π.χ. το μουλάρι (γάϊδαρος Χ άλογο).
Βέβαια εκτός από την μεγάλη διαφορά στον γενότυπο, λόγω διαφορετικού αριθμού χρωμοσώμων, τα υβρίδια παρουσιάζουν και φαινοτυπικές διαφορές και κυρίως αυτά της πρώτης γενιάς, διότι στις μετέπειτα γενεές οι διαφορές αυτές τείνουν να αμβλυνθούν, η νόθευση όμως του γενότυπου παραμένει.