Κυνήγι, παράδοση & κοινωνία
Ο αγριόχοιρος και το κυνήγι του στην Ελλάδα
Θεοφάνης Καραμπατζάκης, Δασολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης της ΚΟ-ΜΑΘ
Ο αγριόχοιρος που ζει στην ηπειρωτική Ευρώπη, από τα Ουράλια μέχρι τον Ατλαντικό και από τη Σκανδιναβία μέχρι τη Μεσόγειο, ανήκει στο είδος Sus scrofa scrofa.
Είναι είδος εμβληματικό. Από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους πλάστηκαν γύρω απ’ αυτόν πάμπολλοι μύθοι και θρύλοι, διότι με τις μεγάλες φυσικές του δυνάμεις έρχονταν αντιμέτωπος με τις διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες και κυρίως με τη γεωργία στην οποία προξενούσε, και προξενεί, πολλές ζημιές. Ετσι συνδέθηκε με την ανάγκη του ανθρώ-που για επιβίωση και οι αγώνες των ανθρώπων για την αντιμετώπισή του υμνήθηκαν ως ανδραγαθήματα. Οι πιο γνωστές και αρχαιότερες αναφορές βρίσκονται στην ελληνική μυθολογία, όπως ο Καλυδώνιος κάπρος, ο Ερυμάνθιος κάπρος, το τραύμα του Οδυσσέα, κ.ά. Στην ιστορική περίοδο, εκτενή αναφορά στο κυνήγι του κάνει ο Ξενοφών στον «Κυνηγετικό» τον 5ο πΧ αιώνα.
Ενδιαιτάται σε δασωμένες περιοχές, διότι η βασική του τροφή είναι οι καρποί των δασικών δένδρων (βελανίδι, κάστανο, κ.α.), οι ρίζες και οι διάφοροι βολβοί. Όμως όταν τα δάση γειτνιάζουν με καλλιεργημένες περιοχές κάνει επιδρομές σε φυτείες καλαμποκιού, σιτηρών κλπ, τις οποίες και καταστρέφει. Χρειάζεται πολύ νερό, όχι μόνο για να πιεί, αλλά και να κάνει λασπόλουτρα για να απαλλαγεί από τα εξωπαράσιτα.
Η μητριαρχικού τύπου κοινωνική του οργάνωση είναι η βάση της βιολογίας και οικο-λογίας του. Ζει σε αγέλες αποτελούμενες από 6-7 ενήλικα θηλυκά άτομα συνοδευόμενα από έφηβα θηλυκά και όλα τα νεαρά της παρελθούσας γέννας. Τα αρσενικά, μόλις περάσουν στην εφηβική ηλικία (ενός έτους), απομακρύνονται από την αγέλη της μητέρας τους και ζουν μοναχικά. Πλησιάζουν τις αγέλες μόνο στην εποχή του οίστρου για την αναπαραγωγή. Είναι είδος νυκτόβιο, κινείται τη νύχτα και αναπαύεται τη μέρα. Τον χαρακτηρίζει μεγάλη κινητικότητα, τόση που για την ανεύρεση της τροφής του μπορεί να διανύσει πολλά χιλιόμετρα.
Το κυνήγι του στην Ελλάδα ασκείται παραδοσιακά, δηλαδή ομαδικά, όπως ομαδικά ασκούνταν και στην αρχαιότητα. Ο χαρακτήρας του ομαδικού κυνηγιού διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας ενδεχομένως διότι, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, στη χώρα μας το κυνήγι επιτρέπεται ν’ ασκείται μόνο με λειόκαννο τυφέκιο, το οποίο έχει μικρό σχετικά ωφέλιμο βεληνεκές και έτσι οι κυνηγοί γίνονται αποτελεσματικότεροι μέσα από την ομαδική προσπάθεια και θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυνηγούν «εκ του σύνεγγυς».
Μια ομάδα κυνηγών αγριόχοιρου κατά το νόμο αποτελείται από δέκα ή λιγότερους κυνηγούς και το κυνήγι διεξάγεται με τη μέθοδο «της παγάνας με τη βοήθεια σκύλων ιχνηλατών». Το κυνήγι ξεκινά με το πρώτο φώς και η ομάδα διασκορπίζεται βάση σχεδίου στον κυνηγότοπο και αναζητά σημάδια που δηλώνουν την πρόσφατη παρουσία του θηράματος (φρέσκα ίχνη, βοσκήματα, λασπόλουτρα, κ.ά.). Στη συνέχεια όλες οι πληροφορίες της ανίχνευσης αναφέρονται στον αρχηγό, που είναι και ο πιο έμπειρος της ομάδας και προσδιορίζεται η θέση όπου πιθανόν αναπαύονται τα ζώα (γιατάκια). Κατόπιν καταστρώνεται το σχέδιο της «παγάνας». Το σχέδιο αυτό στην ουσία στοχεύει στο να οργανωθεί ένας «κλοιός» από καρτέρια (κυνηγοί που περιμένουν σιωπηρά σε περάσματα), στον οποίο οι «παγανιέρηδες» (κυνηγοί που συνοδεύουν τους σκύλους θορυβωδώς) προσπαθούν να ωθήσουν τα ενοχλημένα ζώα, τα οποία έχουν εντοπιστεί από τους σκύλους και από τα γαυγίσματά τους εγκαταλείπουν τα «γιατάκια» τους και τρέπονται σε φυγή. Ο ρόλος των παγανιέρηδων είναι να ωθήσουν τα θηράματα στον κλοιό των καρτεριών, ώστε οι καρτεριτζήδες κυνηγοί να τα θηρεύσουν. Το σχέδιο προβλέπει πάντα όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν στις ακριβείς θέσεις των «καρτεριών», από πού θα ξεκινήσουν και πως θα κινηθούν οι παγανιέρηδες και επίσης που θα «λυθούν» τα σκυλιά, ώστε να εντοπίσουν πιο σίγουρα τις φρέσκιες οσμές των θηραμάτων. Πολλές φορές βέβαια, ο στόχος δεν επιτυγχάνεται διότι τα ζώα δεν κατευθύνονται προς τα καρτέρια για διάφορους λόγους ή περνούν από αφύλαχτα περάσματα.
Για να λειτουργήσει αυτή η ομαδικότητα είναι προφανές, ότι όλη η ομάδα πρέπει να διακατέχεται από ομαδικό πνεύμα, πρέπει να λειτουργεί εσωτερική πειθαρχία και τελικά όλοι να εφαρμόζουν το σχέδιο, σύμφωνα με τις τελικές εντολές που δίνονται από τον αρχηγό. Ο αρχηγός μέσα από τις εντολές και οδηγίες που δίνει προσέχει πάντα να διασφαλίσει και τους κανόνες ασφαλείας έναντι των ατυχημάτων. Μέσα απ’ αυτό το ομαδικό πνεύμα σφυριλατούνται οι σχέσεις μεταξύ των κυνηγών της ομάδας και πολλές φορές γίνονται ισόβιες. Την κυνηγετική εξόρμηση, καρποφόρα ή άκαρπη, πάντα ακολουθεί γεύμα με κρασί, όπου με δημοκρατικό τρόπο ασκείται κριτική στην έκβαση της κυνηγετικής ημέρας με την ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών, με σκοπό την βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ομάδας αλλά και της αγωγής των νεότερων κυνηγών. Όταν η εξόρμηση είναι καρποφόρα, ακολουθεί εκδορά, τεμαχισμός και μοιρασιά του κρέατος των θηραμάτων σε μερίδια ίσα με τα άτομα της ομάδας. Εδώ με την επίβλεψη των γεροντότερων δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη δίκαιη μοιρασιά. Στο γεύμα που ακολουθεί τις καρποφόρες εξορμήσεις συμμετέχει και μεζές από τη συκωταριά των θηρευθέντων θηραμάτων. Το τρόπαιο, που είναι το κεφάλι του ζώου, το παίρνει πάντα αυτός που το θή-ρευσε.
Την τελευταία δεκαετία και σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, παρατηρείται μια «εκρηκτική» αύξηση των πληθυσμών του αγριόχοιρου σ’ όλη τη χώρα, η οποία ακολουθεί την ανάλογη αύξηση των πληθυσμών του είδους σ’ όλη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου σε δύο κυρίως λόγους: αφενός στην δουλειά του σώματος της ομοσπονδιακής θηροφυλακής που εδώ και δέκα χρόνια έχει καταστείλει σε μεγάλο βαθμό τη μάστιγα της νυχτερινής λαθροθήρας την περίοδο της αναπαραγωγής και αφετέρου στην ολοένα και αυξανόμενη δασοκάλυψη της υπαίθρου από την εγκατάλειψη των παραδοσιακών ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, όπως η υπερβόσκηση, η άναρχη υλοτομία, κ.α.
Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι θηρεύονται περί τους 30.000 αγριόχοιρους το χρόνο και οι κυνηγοί οι οποίοι κυνηγούν το θήραμα αυτό ανέρχονται περί τους 25.000. Αποτελούν δε το 12,5 % του συνολικού αριθμού των Ελλήνων κυνηγών.
Σύμφωνα με το νόμο και την ετήσια Απόφαση Ρύθμισης της Θήρας του ΥΠΕΚΑ το κυνήγι του αγριόχοιρου ανοίγει στις 15 Σεπτεμβρίου και διαρκεί μέχρι τις 20 Ιανουαρίου. Επιτρέπεται μόνο Τετάρτη και Σαββατοκύριακο και κάθε ομάδα μέχρι δέκα κυνηγών έχει δικαίωμα θήρευσης έως τέσσερα ζώα για κάθε ημερήσια εξόρμηση. Επίσης απαγορεύεται η θήρευση των νεαρών αγριόχοιρων, όσο αυτοί φέρουν στον χρωματισμό τους τις χαρακτηριστικές επιμήκεις ραβδώσεις καθώς και των χοιρομητέρων τους που τους συνοδεύουν.
Ο σοβαρότερος και πιο ύπουλος κίνδυνος του είδους στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, είναι ο υβριδισμός του με τον οικόσιτο χοίρο, ο οποίος δυστυχώς παράγει γόνιμα υβρίδια. Ετσι προκαλείται γενετική μόλυνση του Ευρωπαϊκού αγριόχοιρου Sus scrofa scrofa που αποτελεί ανεκτίμητο πλούτο σε γενετικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής φυσικής βιοποικιλότητας. Το λυπηρό είναι ότι ο οικόσιτος χοίρος εισέρχεται στο ενδιαίτημα του αγριόχοιρου υπό τη μορφή εκτροφών χοίρων ελεύθερης βοσκής, οι οποίες επιδοτούνται μάλιστα από την ΕΕ ως οικολογικές.
Το κυνήγι στους κλασσικούς και βυζαντινούς χρόνους: γα-στρονομική απόλαυση, στρατιωτική εκπαίδευση ή άθλημα -ψυχαγωγία;
Του Θεοφάνη Καραμπατζάκη, Δασολόγου & Μηχανολόγου μηχανικού – επιστημονικού συνεργάτη της ΚΟΜΑΘ
Το κυνήγι αποτελεί μια πολυδιάστατη παραδοσιακή δραστηριότητα με βασικό σκοπό την απόληψη τροφής απ’ ευθείας από τη φύση, όμως με βαθιές πολιτιστικές και κοινωνικές ρίζες.
Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος στα προϊστορικά χρόνια (- 10000 πΧ) είναι κυνηγός, ζει σε ανάλογες κοινωνικές συνθήκες, τρέφεται με το κρέας των θηραμάτων που θηρεύει και ντύ-νεται με το δέρμα τους. Κατόπιν και σταδιακά, εξημερώνει ζώα και γίνεται κτηνοτρόφος και αργότερα από το 3000 πΧ καλλιεργεί τη γη και δημιουργεί τις λεγόμενες αγροτικές κοινω-νίες.
Μολονότι όμως, για την κάλυψη των διατροφικών του αναγκών, δεν έχει ανάγκη πλέον το κρέας των θηραμάτων εξακολουθεί και κυνηγά, είτε για να συμπληρώσει την τροφή του με τροφή πολύ υψηλής θρεπτικής αξίας, είτε για να χρησιμοποιήσει το δέρμα και τη γούνα των θηραμάτων, είτε για να απαλλαγεί από την παρουσία ζώων ιδιαίτερα επιβλαβών για τις οικονομικές του δραστηριότητες (κτηνοτροφία, γεωργία, κλπ), αλλά και για την ίδια τη ζωή του.
Και ενώ στα προϊστορικά χρόνια αποτελούσε καθαρά μια φυσική δραστηριότητα λήψης τροφής από το φυσικό περιβάλλον, σταδιακά στα ιστορικά χρόνια και κυρίως την κλασσική περίοδο το κυνήγι και ιδιαίτερα αυτό των μεγάλων θηραμάτων αποτέλεσε για τους έλληνες προσφιλέστατη ψυχαγωγική δραστηριότητα, η οποία στη συνείδηση των αρχαίων ελλήνων εξυψώνεται από τα μυθικά κυνήγια των ηρώων, που, επιδεικνύοντας τόλμη, σωφροσύνη και αξιοποιώντας τις εξαιρετικές τους ικανότητες, εξόντωσαν τέρατα και θηρία συχνά με όπλα πρωτόγονα, όπως το ρόπαλο του Ηρακλή, και πραγματοποίησαν κυνηγετικούς ά-θλους. Αυτή η μυθική παράδοση των ηρωϊκών κυνηγιών, όπως του καλυδώνιου κάπρου, του λιονταριού της Νεμέας, του ερυμάνθιου κάπρου και του κρητικού ταύρου, αποτέλεσε προσφιλές θέμα για την αρχαία τέχνη, που με κάθε της μορφή ύμνησε τα κατορθώματα αυτά, τα οποία, αναμφιβόλως, συγκινούσαν τους αποδέκτες της και απηχούν τα κυνήγια αγρίων ζώων της μυκηναϊκής εποχής. (Φάκλαρης Π.)
Η εκτίμηση του κυνηγιού και των κυνηγετικών σκυλιών από τους αρχαίους ήταν τόσο με-γάλη, ώστε τα θεωρούσαν Θεϊκά δημιουργήματα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος.
Ο Απόλλων λόγω της κυνηγετικής του ιδιότητας αποκαλούνταν και «Αγραίος» και η Αρτε-μις αντίστοιχα «Αγροτέρα» (άγρα = συλλογή τροφής). Ο Πάνας επίσης «Αγρότης». Σε παράσταση μελανόμορφου κρατήρα, η Αρτεμις εικονίζεται ως «πότνια θηρών» δηλαδή «κυρά των αγριμιών», φτερωτή, να κρατά στο δεξί της χέρι, το ισχυρό, έναν μάλλον νεκρό πάνθηρα (η λαβή είναι από το λαιμό, δεν πατά στη γη και είναι στραμμένος σε άλλη κα-τεύθυνση από τη Θεά), ενώ στο αριστερό της χέρι ένα ζωντανό ελάφι, που η στάση του, αν και φανερά αφύσικη, περισσότερο μοιάζει με στάση σκύλου που την κοιτά στα μάτια. Αυτή η συμβολική παράσταση θέλει τον κυνηγό ρυθμιστή των ωφέλιμων ειδών όπως είναι τα θηράματα, και ταυτόχρονα εξολοθρευτή των άγριων θηρίων (Καμπούρογλου Π.).
Σύμφωνα με την παράδοση όπως αναφέρει ο Ξενοφών, ο Απόλλων και η Αρτεμις πρό-σφεραν τα δημιουργήματα αυτά δηλ. την κυνηγεσία και τα κυνηγόσκυλα στο κένταυρο Χεί-ρωνα, ως αναγνώριση για τη δικαιοσύνη που τον χαρακτήριζε. Ο Χείρων εκτίμησε ιδιαίτερα την τιμή αυτή και, ως παιδαγωγός που ήταν, δίδαξε την Θεία τέχνη του κυνηγιού στους λαμπρούς ήρωες μαθητές του. Χάρη σ’ αυτήν, κατά τον Ξενοφώντα, ήρωες σαν τον Θησέα, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τον Αχιλλέα, τον Ασκληπιό, το Διομήδη, τον Μελέαγρο, τον Οδυσσέα και άλλους, απέκτησαν ξεχωριστές αρετές, κέρδισαν την εύνοια των θεών και άφησαν πίσω τους ένδοξη ιστορία. Ο Περσέας δίδαξε στους ανθρώπους το κυνήγι πεζή, ο Κάστωρ το έφιππο και ο Πολυδεύκης το κυνήγι με σκύλο που αγαπήθηκε τόσο πολύ, ώστε η θήρα επικράτησε, από το κύνας άγω, να λέγεται κυνήγι.
Η κυνηγετική ανδραγαθία διατηρούσε στα ιστορικά χρόνια μεγάλο μέρος της αίγλης που ασφαλώς είχε στις πανάρχαιες κοινωνίες και κατά τον Πλάτωνα, το κυνήγι αποτελούσε πεδίο διάκρισης, αναγνώρισης και απόκτησης κύρους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κασσάνδρου στον οποίο, αν και ήταν ανδρείος και καλός κυνηγός, δεν επιτρεπόταν, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, να τρώει ανακεκλιμένος, αφού δεν είχε, ως τα τριάντα πέντε του τουλάχιστον, καταφέρει να θηρεύσει αγριόχοιρο χωρίς την βοήθεια διχτυών, και ας αποδείχθηκε αργότερα αρκετά αποτελεσματικός στην εξολόθρευση της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι νέοι Σπαρτιάτες στην πρώιμη εκπαίδευσή τους δεν έπρεπε να φάνε κρέας αγριόχοιρου παρά μόνο όταν θα τον θήρευαν οι ίδιοι.
Σύμφωνα πάντα με τον Ξενοφώντα το κυνήγι εθεωρείτο βασικό στοιχείο της αγωγής των νέων και αφετηρία της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης. Αν και οι εύποροι νέοι το αντιμε-τώπιζαν απλώς ως άθλημα ή ψυχαγωγία, η κοινωνία το εκτιμούσε ιδιαίτερα, γιατί ασκεί και σκληραγωγεί το σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή, παρατείνει τη νεότητα, εξοικειώνει τους νέους με την ύπαιθρο και τους φέρνει σ’ επαφή ακόμη και με τα πιο δύσβατα σημεία του τόπου τους, του οποίου μαθαίνουν, αγαπούν και σέβονται την κάθε σπιθαμή, συνηθί-ζουν στην αντιμετώπιση κινδύνων και ασκούνται διαρκώς στη χρήση των όπλων. Ιδιαίτερα δε στα ομαδικά κυνήγια οι κυνηγοί καλλιεργούνται στην πειθαρχία και διδάσκονται σπου-δαίες αρετές, όπως η ευσέβεια, η φιλοπατρία, ο αυτοέλεγχος, η μετριοπάθεια, η σύνεση, η συντροφικότητα και η ανδρεία, αρετές που χαρακτήριζαν και θα πρέπει πάντα να χαρα-κτηρίζουν τους κυνηγούς (Φάκλαρης Π.).
Για να συνδέσουμε την κυνηγετική με την στρατιωτική ικανότητα αρκεί να δούμε το παρά-δειγμα του Οδυσσέα. Ο Ομηρος αναφέρεται και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια στην κυ-νηγετική παιδεία του Οδυσσέα, στην οποία εν πολλοίς οφείλονται και οι στρατιωτικές του αρετές. Ο Όμηρος εξυμνεί ιδιαίτερα τις ικανότητες του Οδυσσέα στις νυχτερινές μάχες και γενικότερα στον ανορθόδοξο πόλεμο. Θα λέγαμε με τη σημερινή ορολογία ότι ηγείτο στρα-τού καταδρομέων.
Την κυνηγετική του εκπαίδευση την πήρε στα εφηβικά του χρόνια από τον παππού του (ή θείο του) τον Αυτόλυκο, ο οποίος ήταν κτηνοτρόφος στον Παρνασσό όταν ο πατέρας του Λαέρτης τον έστειλε εκεί για να εκπαιδευτεί στην κυνηγετική τέχνη.
Στη διάρκεια αυτής του της εκπαίδευσης τραυματίστηκε στον μηρό από κάπρο και η ουλή αυτή ήταν η αιτία της αναγνώρισής του από την δούλα του Ευρύκλεια, όταν γύρισε στο σπίτι του, ύστερα από τις γνωστές οδύσσειες περιπλανήσεις του.
Η κυνηγετική του παιδεία αντικατοπτρίζεται και από το γεγονός ότι το κράνος που φορούσε κατά τη διάρκεια των μαχών έξω από τα τείχη της Τροίας, κατά τον Ομηρο πάντα, ήταν επενδυμένο με κυνόδοντες κάπρων. Κυνόδοντες που ήταν τόσο μεγάλοι που η καμπύλη τους αγκάλιαζε την καμπυλότητα του κράνους. Εικόνα συμβολική για τους αντιπάλους, η οποία μαρτυρούσε την άριστη χρήση του δόρατος.
Ενας ακόμη λόγος, εξίσου σημαντικός που συνέδεε το κυνήγι με την στρατιωτική εκπαί-δευση ήταν το ότι την εποχή εκείνη στις εκστρατείες η διοικητική μέριμνα αδυνατούσε να τροφοδοτήσει τον στρατό με τρόφιμα για ευνόητους λόγους και το κυνήγι αποτελούσε τη μοναδική ίσως πηγή τροφοδοσίας του στρατεύματος. Ο Φιλώτας, στρατηγός του Αλέξαν-δρου, στην εκστρατεία έστησε δίχτυ 18 χιλιομέτρων για να εξασφαλίσει τροφή στο στρατό.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε επίσης, ότι στην αρχαία Ελλάδα το κυνήγι ασκούνταν ελεύθερα από όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και αυτό και μόνο το στοιχείο της δημοκρατικής άσκησής του απ’ όλους αδιακρίτως, το διαφοροποιεί από τον περσικό τρόπο άσκησης του κυνηγιού των βαρβάρων που περιόριζε το δικαίωμα συμμετοχής σε πλούσιους και ευγενείς της αυλής.
Αυτή η θεμελιώδης διαφορά επηρέασε αργότερα το κυνήγι στην Ευρώπη μέσα από τους Ρωμαίους και τη Γαλλική επανάσταση αργότερα. Ο περσικός τρόπος κυνηγίου ακολουθή-θηκε μόνο από ορισμένους Έλληνες βασιλείς, αφού τα πολυέξοδα ομαδικά κυνήγια με ε-κατοντάδες σκυλιά και βοηθούς ή δούλους ελάχιστα γοήτευσαν του αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ανάπτυξαν άλλους τρόπους άσκησης της δημοφιλούς αυτής δραστηριότητάς τους. Επομένως αναφορές οι οποίες θέλουν την Περσία γενέτειρα του ε-ρασιτεχνικού κυνηγίου είναι εν πολλοίς άστοχη. Αντίθετα φαίνεται ότι στην αρχαία Ελλάδα μαζί με την έκρηξη πολιτισμού, τεχνών, επιστημών και γραμμάτων συνέβη και η γέννηση όλων των σύγχρονων μορφών της θήρας, οι οποίες από τότε μέχρι σήμερα ελάχιστα άλ-λαξαν ή αναπτύχθηκαν.
Η κυνηγετική αυτή παράδοση μαζί με τον κλασικό αρχαιοελληνικό πολιτισμό πέρασε στη δύση και απετέλεσε το θεμέλιο της κυνηγετικής κουλτούρας της Δύσης. Ακόμη και σήμερα το έφιππο κυνήγι ελαφιού στη Γαλλία αποκαλείται: «Κυνήγι ελαφιού αρχαιοελληνικού τύ-που». Επίσης, στην κεντρική Ευρώπη ύστερα από μια επιτυχημένη εξόρμηση μεγάλων θηραμάτων (ελαφιού, ζαρκαδιού, αγριόχοιρου) παίζονται σαλπίσματα προς απόδοση τιμών στον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα.
Όμως δεν αναφερθήκαμε καθόλου στα πουλιά τα οποία αποτελούσαν και αποτελούν ένα εξίσου ποιοτικό με τα μεγάλα θηράματα έδεσμα. Επειδή το κυνήγι τους (ορνιθοθηρευτική ή ιξευτική) όμως δεν απαιτούσε ιδιαίτερο σωματικό κόπο και ούτε ενείχε κινδύνους, θεωρού-νταν υποδεέστερη υπόθεση και το μόνο που πρόσφερε, ήταν η εκπαίδευση των νεαρών στο τόξο και τη σφενδόνα. Οι περιπτώσεις που ως μέσα θήρας χρησιμοποιούνταν παγίδες (ξόβεργες, δίχτυα, κλπ) αντιμετωπίζονταν περιφρονητικά. Όμως το κρέας των θηραματικών πουλιών (ορτύκι, πέρδικα, μπεκάτσα, φάσσα, κ.α.) αποτελούσε σημαντικό και εκλεκτό μέρος της διατροφής των αρχαίων.
Το κυνήγι του λαγού όμως με σκυλιά, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, μπορούσε να παθιάσει τόσο τον κυνηγό που να μη σκέφτεται τίποτε άλλο απ’ αυτό. Η μέθοδος αυτή του κυνηγιού του λαγού έχει φτάσει αναλλίωτη μέχρι τις μέρες μας.
Με την αλληλοδιαδοχή των πολιτισμών οι Ρωμαίοι εντάσσουν το κυνήγι στο γραπτό τους δίκαιο και επιτρέπουν να ασκείται απ’ όλους τους ελεύθερους πολίτες. Το κυνήγι όμως στις αυτοκρατορίες διαφοροποιείται ως προς την κοινωνική του διάσταση και αποκτά περισσό-τερο τον χαρακτήρα επίδειξης δύναμης και εξουσίας από τους άρχοντες.
Ετσι και στα βυζαντινά χρόνια διαφορετικά κυνηγούν οι κατώτερες τάξεις και διαφορετικά οι ανώτερες και ο αυτοκράτορας.
Οι άρχοντες οργανώνουν ομαδικά κυνήγια που συχνά κινητοποιούν πολλούς ανθρώπους με διαφορετικούς ρόλους (θηρευτές, κυναγωγούς, ιεροκοθήρες, κ.α.) και το κυνήγι παίρνει διαστάσεις πολεμικής επιχείρησης. Στο πρόσωπο του συμβόλου των ακριτών, Βασιλείου Διγενή Ακρίτα το κυνήγι υμνήθηκε ως ανδραγάθημα.
Αντίθετα οι φτωχότεροι, συνήθως άνθρωποι της υπαίθρου, ασχολούνται κυρίως με το κυ-νήγι μικρών θηραμάτων χρησιμοποιώντας μέσα που χρειάζονται περισσότερη επιδεξιότητα παρά μυική δύναμη (παγίδες, κλπ).
Εκτός των άλλων το κυνήγι συμβάλει στην κοινωνική συνοχή της ομάδας και εξακολουθεί να αποτελεί προστρατιωτική εκπαίδευση. Επίσης, με βάση έρευνες από κείμενα και εικόνες αποτελεί τρόπο ψυχαγωγίας συνοδευμένο από σχετικό συμπόσιο. Γεγονός που δείχνει την κοινωνική και πολιτιστική του διάσταση (Σινάκος Α.).
Τελειώνοντας δεν θα μπορούσα να παραλείψω, ότι και στην Χριστιανική θρησκεία τα θη-ράματα και οι κυνηγοί, ως πλάσματα της δημιουργίας, έχουν τους προστάτες αγίους τους, όπως ο Αγιος Ευστάθιος για τους ελληνορθόδοξους και ο Άγιος Ουβέρτος για τους καθολικούς.